ρητινεύω

ρητινεύω
-ευσα, μαζεύω ρετσίνι από τα πεύκα· ουσ. ρητίνευση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρητινεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρητινεύω — Ν [ρητίνη] συλλέγω ρητίνη, ιδίως πεύκου, κάνοντας μικρή εγκοπή στην επιφάνεια τού φλοιού τού δένδρου από το οποίο εκκρίνεται το προϊόν …   Dictionary of Greek

  • ρητίνευση — η, Ν [ρητινεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρητινεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”